- σμηγματογόνος
- -α, -ο, θηλ. και -ος, Ν1. αυτός που εκκρίνει σμήγμα («σμηγματογόνοι αδένες»[ανατ.] ολοκρινείς αδένες τού χορίου τού δέρματος, που απαντούν σε όλη την επιφάνειά του, εκτός τής παλάμης και τού πέλματος, και που εκκρίνουν στους θυλάκους τών τριχών το σμήγμα)2. φρ. «σμηγματογόνος κύστη»ιατρ. η αθηρωματώδης ενδοδερμική κύστη που σχηματίζεται από κατακράτηση τού σμήγματος, λόγω αποφράξεως τού εκφορητικού πόρου ενός σμηγματογόνου αδένα ή τού θυλάκου στον οποίο εκβάλλει ο αδένας αυτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < σμήγμα, -ατος + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καρκινο-γόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λ. Παπαϊωάννου].
Dictionary of Greek. 2013.